Μετάβαση στο περιεχόμενο
Θεόδωρος Ε. Παντούλας- 10 χρόνια κομμάτια
«Η ψυχή μας είναι το όνομά μας» – αυτή ήταν η κατακλείδα επιστολής που έστειλαν το 1992 κάποιοι διαπρεπείς συμπολίτες μας στην τότε Ευρωπαϊκή Κοινότητα.
Πέρασαν περίπου είκοσι πέντε χρόνια από τότε κι οι παραλήπτες αυτής της επιστολής, χάρη στην αναξιότητα του πολιτικού μας προσωπικού, ακόμη δεν έμαθαν ποιο είναι το όνομά μας.
Με τα συλλαλητήρια της Θεσσαλονίκης και των Αθηνών έμαθαν, τουλάχιστον, ποια είναι η ψυχή μας.
 
Κι εμείς στο κατόπιν τους μάθαμε ότι αυτή δεν είναι ολότελα χαλασμένη.
 
Γι' αυτό κι αναζητούμε τον κοινό μας τ[ρ]όπο. Για να σπουδάσουμε εξ αρχής τον νέο Ελληνισμό, να μαθητεύσουμε στην παμπάλαιη ευγένειά του και τους βαθύρριζους μύθους του, τους μύθους που χωράν όλες μας τις ετερότητες. ο κοινός μας τ[ρ]όπος δεν είναι ένα εγχείρημα που αφορά τη γραμματολογία μας. Είναι ένα εγχείρημα που αφορά τη ζωή. Είναι ο τ[ρ]όπος που ανταμώνουμε, το φαγητό και το ρούχο που μοιραζόμαστε, ο τ[ρ]όπος που χαμηλοκουβεντιάζουμε, που μαλώνουμε, που φιλιώνουμε, που τραγουδάμε, που πιανόμαστε σε κύκλιους χορούς.
 
Είναι ο τ[ρ]όπος που ζούμε και πεθαίνουμε. Είναι, εντέλει, ο πλατύχωρος τ[ρ]όπος που πολιτευόμαστε.
 
Τα ζητήματα της νεοελληνικής ταυτότητας και παράδοσης είναι μια χρόνια εκκρεμότητα στον δημόσιο και ιδιωτικό μας βίο, που, όταν δεν αποφεύγουμε την διαπραγμάτευσή τους, ευτελίζονται σε μια απλοϊκή αντιπαράθεση μεταξύ «νεωτεριστών» και «συντηρητικών».
 
Στην πραγματική πραγματικότητα το μόνο που μας συνδέει με την απαγορευμένη ρίζα του κάποτε τρόπου του τόπου μας είναι η βλαστήμια της. Εχουμε από καιρό διαλέξει στρατόπεδο κι έχουμε εγκλωβιστεί στον «μονόδρομο» μιας ανάπτυξης που, εντέλει, πλαστογραφεί κατ' εξακολούθηση το πρόσωπό μας.
 
Η χώρα ιδρύθηκε με προϋπόθεση την παντελή υποτέλειά της στους «πιστωτές» κι έτσι πορεύτηκε για σχεδόν δυο αιώνες. Τωρινή φιλοδοξία της είναι να επιστρέψει στις Αγορές.
Να υποθηκευτεί, δηλαδή, εκ νέον.
 
Το ερώτημα που επείγει να απαντηθεί είναι αν μπορούμε κι αν θέλουμε να γίνουμε κάτι περισσότερο από δανειολήπτες κι ο τόπος μας κάτι περισσότερο από φτηνός -έως φτηνιάρικος- τουριστικός προορισμός. Αλλά για να γίνει αυτό χρειάζεται να αποφασίσουμε και ποιοι είμαστε και ποιοι θέλουμε να γίνουμε.
 
Σήμερα βεβαίως το ξέρουμε. Αλλά μετάνοια και πάλι δεν βάζουμε. Για όλα, όσα μας βρήκαν κι όλα όσα μας άφησαν φταίνε οι άλλοι. Εμείς αεί αθώοι του αίματος. Δεν είμαστε εμείς οι ντοπαρισμένοι του ξεδιάντροπου ολυμπιακού διασυρμού. Εμείς είμαστε οι πρωταθλητές Ευρώπης. Επιτέλους, δεν τα φάγαμε μαζί. Τρώγαμε κατά μόνας.
 
Και τώρα που ήρθε ο λογαριασμός της κατ’ Εξακολούθησιν ύβρεως, εμείς και πάλι κοιτάμε αλλού. Όχι φίλοι μας, ο λογαριασμός δεν είναι η παλιά Νέμεσις. Είναι τα επίχειρα μιας ασωτίας, την οποία για δεκαετίες εκδεχόμαστε ως πατροπαράδοτη μαγκιά, ολότελα ανυποψίαστοι για την εθελούσια υποταγή μας.
 
«Σβησμένες όλες οι φωτιές». Σβησμένα κι όλα τα καντήλια. Αλλωστε η ζωή συνεχίζεται. Κι εμείς λογαριασμό δίνουμε στους τραπεζίτες κι όχι στα γονικά μας. Αυτά έχουν Θέση στα γηροκομεία, όχι στις ζωές μας.
 
Μα τι μας λέτε; Να γυρίσουμε πίσω; ρωτούν με ρητορική αποστροφή και βέβαιο σκανδαλισμό οι θιασώτες της τρέχουσας προκοπής πού μας πρόκοψε, χωρίς όμως να λογαριάζουν αυτοί, οι μαθητευόμενοι αρχιλογιστές, πως όταν ξεστρατίζεις, αν δεν γυρίσεις πίσω, συνεχίζεις, εκτός από αγανακτισμένος, να είσαι και χαμένος.
 
Τούς εξωτερικούς εχθρούς τούς ξέρουμε. Αυτούς πού έχουμε μέσα μας όμως επιμένουμε να τους αγνοούμε.
 
Στην Αυγή μιας νέας χιλιετίας ο κόσμος μας δείχνει ξανά το τραγικό του πρόσωπο. Κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Δίδυμοι Πύργοι. Παγκόσμια κυριαρχία ενός ανεξέλεγκτου καπιταλισμού. Όικονομικές κρίσεις. Τρομοκρατία. Όικολογική καταστροφή, πανδημίες...
 
Πώς έφτασε εδώ ο κόσμος που τόσα υποσχόταν; Μήπως οι κρίσεις που μας δέρνουν είναι μια και μοναδική, που απορρέει από την ύβρη του σημερινού ανθρώπου, δηλαδή όλων μας – μια κρίση ανθρωπολογική;
Αυτό το ερώτημα βασανίζει τον συγγραφέα και συνοδοιπόρο μας, καθώς περιπλανιέται στις πολιτείες του κόσμου μας., βλέποντας τον άνθρωπο να μεταλλάσσεται σε μηχανή, τον πολίτη σε καταναλωτή, τον ταξιδιώτη σε τουρίστα, τον μετανάστη σε πρόσφυγα… Πώς να μην αποδυναμώνονται οι δημοκρατικές αξίες εις όφελος αυταρχικών καθεστώτων;
Το ζητούμενο: μια συλλογική δημιουργία που ίσως μας βοηθήσει να συναισθανθούμε βαθύτερα από πού ερχόμαστε, πού βρισκόμαστε και πού πάμε...
Φιλικά Ιωάννης Α. Μαλταμπές

Φώτης Κόντογλου - Ἁγιασμένες μέρες
Τὴν πνευματικὴ χαρὰ καὶ τὴν οὐράνια ἀγαλλίαση ποὺ νοιώθει ὁ χριστιανὸς ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα, δὲν μπορεῖ νὰ τὴ νοιώσει, μὲ κανέναν τρόπο, ὅποιος τὰ γιορτάζει μοναχὰ σὰν μία συγκινητικὴ συνήθεια, ποὺ εἶναι δεμένη περισσότερο μὲ τὶς συνηθισμένες χαρὲς τοῦ κόσμου, μὲ τὸν χειμώνα, μὲ τὰ χιόνια, μὲ τὸ ζεστὸ τζάκι.
 
Μοναχὰ ὁ ὀρθόδοξος χριστιανὸς γιορτάζει τὰ Χριστούγεννα πνευματικά, κι ἀπὸ τὴν ψυχὴ του περνᾶνε ἁγιασμένα αἰσθήματα, καὶ τὴ ζεσταίνουνε μὲ κάποια θέρμη παράδοξη, ποὺ ἔρχεται ἀπὸ ἕναν ἄλλο κόσμο, τὴ θέρμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κατὰ τὸν ἀναβαθμὸ ποὺ λέγει:
 
«Ἁγίῳ Πνεύματι πάσα ψυχὴ ζωοῦται, καὶ καθάρσει ὑψοῦται, λαμπρύνεται τῇ τριαδικῇ μονάδι, ἱεροκρυφίως».
 
Ψυχὴ καὶ σῶμα γιορτάζουν μαζί, εὐφραίνουνται μὲ τὴ θεία εὐφροσύνη, ποὺ δὲν τὴν ἀπογεύεται ὅποιος βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὸν Χριστό. Ἐνῶ ἡ καρδιὰ τοῦ χριστιανοῦ, αὐτὲς τὶς ἁγιασμένες μέρες, εἶναι γεμάτη ἀπὸ τὴν εὐωδία τῆς ὑμνωδίας, γεμάτη ἀπὸ μία γλυκύτατη πνευματικὴ φωτοχυσία, ποὺ σκεπάζει ὅλη τὴν κτίση, τὰ βουνά, τὴ θάλασσα, τὸν κάθε βράχο, τὸ κάθε δέντρο, τὴν κάθε πέτρα, τὸ κάθε πλάσμα. Ὅλα εἶναι ἁγιασμένα, ὅλα γιορτάζουνε, ὅλα ψέλνουνε, ὅλα εὐφραίνονται, ὅλη ἡ φύση εἶναι «ὡς ἐλαία κατάκαρπος ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ». Κανεὶς δὲν νοιώθει στὴν καρδιὰ του τέτοια χαρά, παρὰ μονάχα ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ καὶ ποὺ ζεῖ τὶς μέρες τῆς ζωῆς του μαζὶ μὲ τὸν Θεό, γιατί κανένας ἄλλος ἀπὸ τὸν Θεὸ δὲν μπορεῖ νὰ δώσει τέτοια χαρά, τέτοια εἰρήνη, κατὰ τὸν λόγο ποὺ εἶπε ὁ Κύριος στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο: «Τὴ δική μου τὴν εἰρήνη σᾶς δίνω, δὲν σᾶς δίνω ἐγὼ τὴν εἰρήνη ποὺ δίνει ὁ κόσμος».
 
Ἡ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ κ’ ἡ εἰρήνη εἶναι ἀλλιώτικη ἀπὸ τὴ χαρὰ κι ἀπὸ τὴν εἰρήνη τούτου τοῦ κόσμου. Γιὰ τοῦτο ὁ ἄνθρωπος ποὺ χαίρεται νὰ πηγαίνει στὴν ἐκκλησία, γιὰ νὰ πιεῖ ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἀθάνατη βρύση τῆς ἀληθινῆς χαρᾶς καὶ τῆς εἰρήνης, λέγει μαζὶ μὲ τὸν Δαβίδ:
 
«Ἐξαπόστειλον, Κύριε, τὸ φῶς σου καὶ τὴν ἀλήθειάν σου· αὐτὰ μὲ ὡδήγησαν καὶ ἤγαγόν με εἰς ὄρος ἅγιόν σου καὶ εἰς τὰ σκηνώματά σου· καὶ εἰσελεύσομαι πρὸς τὸ θυσιαστήριον τοῦ Θεοῦ, πρὸς τὸν Θεὸν τὸν εὐφραίνοντα τὴν νεότητά μου».
 
Ἂς γιορτάσουμε λοιπὸν κι ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ, ἐν ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ὠδαῖς πνευματικαῖς», καὶ τότε καὶ τ’ ἄλλα «προστεθήσεται ἡμῖν», θὰ μᾶς δοθοῦνε, ἤγουν ἡ χαρὰ τοῦ σπιτιοῦ, τῆς οἰκογένειας, τῆς φύσης, τῆς συναναστροφῆς, τῆς ἁγνῆς διασκέδασης, γιατί ὅλα θὰ τὰ γλυκαίνει ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, καὶ θὰ τὰ ζεσταίνει ἡ θέρμη Ἐκείνου ποὺ εἶναι ὁ ζωοδότης.
 
Μέγα μάθημα τῆς ταπείνωσης εἶναι γιὰ μᾶς, ἀδελφοί μου, ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Ποῦ γεννήθηκε; Μέσα σὲ μία φάτνη, σ’ ἕνα παχνὶ νὰ ποῦμε καλύτερα, γιὰ νὰ νοιώσουμε βαθύτερα τὴν ἀνείπωτη συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ, γιατί τ’ ἀρχαῖα λόγια κάνουνε νὰ φαίνουνται στὰ μάτια μας πλούσια καὶ τὰ φτωχὰ πράγματα. Ἡ μητέρα του, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, μακριὰ ἀπὸ τὸ σπίτι της, ξένη σὲ ξένον τόπο, πῆγε καὶ τὸν γέννησε μέσα σ’ ἕνα μαντρί. Τὸ βόδι καὶ τὸ γαϊδούρι τὸν ζεστάνανε μὲ τὴν ἀνασαμιά τους. Τσομπάνηδες τὸν συντροφέψανε. Μαζὶ μὲ τὰ νιογέννητα ἀρνιὰ λογαριάστηκε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν κατάρα τοῦ Ἀδάμ. Ποιὸς ἄνθρωπος γεννήθηκε μὲ μεγαλύτερη ταπείνωση;
 
Ὁ Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος γράφει, στὸν Λόγο του γιὰ τὴν Ταπεινοφροσύνη, τὰ παρακάτω ἐξαίσια λόγια: «Θέλω ν’ ἀνοίξω τὸ στόμα μου, ἀδελφοί μου, καὶ νὰ λαλήσω γιὰ τὴν ὑψηλὴ ὑπόθεση τῆς ταπεινοφροσύνης, κ’ εἶμαι γεμάτος φόβο, σὰν ἐκεῖνον τὸν ἄνθρωπο ποὺ ξέρει πὼς θὰ μιλήσει γιὰ τὸν Θεό. Γιατί ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι στολὴ τῆς θεότητας. Γιατί ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος, αὐτὴ ντύθηκε, κ’ ἦρθε σὲ συνάφεια μαζί μας μ’ αὐτή, παίρνοντας σῶμα σὰν τὸ δικό μας. Κι ὅποιος τὴ ντύθηκε, ἀληθινὰ ἔγινε ὅμοιος μ’ Ἐκεῖνον, ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τὸ ὕψος Του, καὶ ποὺ σκέπασε τὴν ἀρετὴ τῆς μεγαλωσύνης Του καὶ τὴ δόξα Του μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη. Κι αὐτὸ ἔγινε γιὰ νὰ μὴν κατακαεῖ ἡ κτίση ἀπὸ τὴ θωριά Του. Γιατί ἡ κτίση δὲν μποροῦσε νὰ τὸν κοιτάξει, ἂν δὲν ἔπαιρνε ἕνα μέρος ἀπ’ αὐτὴ (τὸ σῶμα), κ’ ἔτσι μίλησε μ’ αὐτή. Σκέπασε τὴ μεγαλωσύνη Του μὲ τὴ σάρκα, καὶ μ’ αὐτὴ ἦρθε σὲ συνάφεια μαζί μας, μὲ τὸ σῶμα ποὺ ἐπῆρε ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ Θεοτόκο Μαρία. Ὥστε, βλέποντάς τον ἐμεῖς πὼς εἶναι ἀπὸ τὸ γένος μας καὶ πὼς μᾶς μιλᾶ σὰν ἄνθρωπος, νὰ μὴν τρομάξουμε ἀπὸ τὴ θωριά Του. Γι’ αὐτό, ὅποιος φορέσει τὴ στολὴ ποὺ φόρεσε ὁ Κτίστης (δηλαδὴ τὴν ταπεινοφροσύνη), τὸν ἴδιον τὸν Χριστὸ ντύθηκε».
 
Ἡ φάτνη εἶναι ἡ ταπεινὴ καρδιά, ποὺ μοναχὰ σ’ αὐτὴ πηγαίνει καὶ γεννιέται ὁ Χριστός.
 
Ἡ Ἐκκλησία μας φωτοβολᾶ μέσα στὸ χειμωνιάτικο σκοτάδι, γιορτάζοντας τὴ Γέννηση τοῦ Κυρίου. Ἀπὸ μέσα της ἀκούγεται μία ὑπερκόσμια ὑμνωδία, σὰν ἐκείνη ποὺ ψέλνανε οἱ ἄγγελοι τὴ νύχτα ποὺ γεννήθηκε ὁ Κύριος, «ἦχος καθαρὸς ἑορταζόντων». Ποιὸς λαὸς ἄλλος, παρεκτὸς ἀπό μᾶς, ἔχει αὐτὴ τὴν εὐλογία; Ποιὸ ἄλλο ἔθνος τέρπεται κ’ εὐφραίνεται κι ἁγιάζεται μὲ τέτοια οὐράνια ἀπηχήματα;
 
Καὶ ποιὰ εἶναι ἡ ἀρχαγγελικὴ σάλπιγγα πού ἀκούγεται σήμερα πού γεννιέται ὁ Χριστός; Εἶναι τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Ποιητοῦ. Κι ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ἀκούγεται μία ἄλλη γλυκύτατη φωνή, ἡ φωνὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ. Δύο κόρδες τῆς ἴδιας οὐράνιας κιθάρας! Ὁ Κοσμᾶς ἔχει γράψει τὸν Κανόνα τῶν Χριστουγέννων σὲ πιὸ ἁπλὴ ἀρχαία γλώσσα, στὸ πεζό. Ὁ Δαμασκηνὸς ἔχει γράψει τὸν δεύτερο Κανόνα τῆς ἴδιας γιορτῆς σὲ πιὸ ἀρχαία γλώσσα καὶ σὲ στίχο ἰαμβικόν. Ὁ ἐνθουσιασμὸς τοῦ ἑνὸς συνταιριάζεται μὲ τὴ μεγαλοπρέπεια τοῦ ἄλλου.
 
Λοιπόν, ἂς εὐχαριστήσουμε τὸν Κύριο μὲ χαροποιὰ δάκρυα, κι ἂς ψάλουμε μὲ γλυκόφονα στόματα τὸν ἐπινίκειον ὕμνο:
 
«Ἔθνη τὰ πρόσθεν τῇ φθορὰ βεβυσμένα,
ὄλεθρον ἄρδην δυσμενοῦς πεφευγότα,
ὑψοῦτε χείρας σὺν κρότοις ἐφυμνίοις,
μόνον σέβοντα Χριστὸν ὡς εὐεργέτην
ἐν τοῖς καθ’ ἡμᾶς συμπαθῶς ἀφιγμένον».
 
«Ὦ ἔθνη, ποὺ εἴσαστε πρὶν βουτηγμένα στὴ φθορὰ καὶ στὸν θάνατο, καὶ ποὺ ξεφύγατε ὁλότελα ἀπὸ τὴν καταστροφὴ τοῦ πονηροῦ διαβόλου, ὑψώσετε τὰ χέρια σας μὲ χαρὰ καὶ μὲ ἀγαλλίαση, λατρεύοντας μοναχὰ τὸν Χριστό, τὸν εὐεργέτη σας, ποὺ ἦρθε στὸν κόσμο μας ἀπὸ συμπόνεση, γιὰ νὰ μᾶς σώσει».
 
ΠΗΓΗ: http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/fwths_kontogloy/agiasmenes_meres.htm
του Ανδρέα Μακρογκίκα

Επιστροφή στο περιεχόμενο