Στην μεγάλη έρευνα της εφημερίδας “Ελευθερία” που επιμελείται ο Ρένος Αποστολίδης η πρώτη συνέντευξη είναι με τον Οδυσσέα Ελύτη ο οποίος είναι 47 ετών το 1958 και η ιδιότητά του είναι ποιητής και κριτικός. Οι διαπιστώσεις του για την κακοδαιμονία της Ελληνικής ζωής είναι διαχρονικές. Πολιτικά μιλάει, ο βραβευθείς και με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Θέσεις πρωτοπόρες και εφαρμόσιμες, προσφέροντας λύση στο διαχρονικό πρόβλημα της Ελλάδας.
Οι απαντήσεις, για τα προβλήματα της Ελλάδας, του Οδυσσέα Ελύτη φανερώνουν τους κατώτερους των περιστάσεων ανθρώπους που επιλέξαμε, ως λαός, να υπηρετήσουν τα κοινά της πατρίδας, είτε στην κυβέρνηση είτε στην αντιπολίτευση!. Συνέντευξη που προβληματίζει και επηρεάζει την πολιτική σκέψη του καθενός μας… Εξαιρετικό ανάγνωσμα για την νέα γενιά να αντιληφθεί με διαφορετικό τρόπο τα πολιτικά θέματα από αυτόν που μαζικά της προσφέρουν για να την αποπροσανατολίσουν.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Ζητείται η γνώμη σας, κύριε Ελύτη , η εντελώς ανεπιφύλακτη και αδέσμευτη, επάνω σε ότι θεωρείτε ως την πιο κεφαλαιώδη κακοδαιμονία του τόπου. Από τι κυρίως πάσχουμε και τι πρωτίστως μας λείπει; Ποια θα ονομάζατε “πρώτη μάστιγα” της νεοελληνικής ζωής;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Από τι πάσχομε κυρίως; Θα σας το πω αμέσως: Από μια μόνιμο, πλήρη, και κακοήθη ασυμφωνία μεταξύ του πνεύματος της εκάστοτε ηγεσίας μας και του “ήθους” που χαρακτηρίζει τον βαθύτερο ψυχικό πολιτισμό του ελληνικού λαού στο σύνολό του!
ΕΡΩΤΗΣΗ: Α! Αρχίσαμε!… Μόνιμος , πλήρης και κακοήθης ασυμφωνία!…
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Βεβαίως! Αλλά αφήστε με να συνεχίσω: Αυτή η ασυμφωνία δεν είναι μια συγκεκριμένη κακοδαιμονία, είναι όμως μια αιτία που εξηγεί όλες τις κακοδαιμονίες, μικρές και μεγάλες, του τόπου αυτού. Από την ημέρα που έγινε η Ελλάδα κράτος, έως σήμερα, οι πολιτικές πράξεις θα έλεγε κανένας ότι σχεδιάζονται και εκτελούνται ερήμην των αντιλήψεων για τη ζωή και γενικότερα των αντιλήψεων των ιδανικών που είχε διαμορφώσει ο Ελληνισμός μέσα στην υγιή κοινοτική του οργάνωση και στην παράδοση των μεγάλων αγώνων για την ανεξαρτησία του. Η φωνή του Μακρυγιάννη δεν έχει χάσει, ούτε σήμερα ακόμη, την επικαιρότητά της.
Σημειώστε ότι δεν βλέπω το πρόβλημα από την αποκλειστική κοινωνική του πλευρά, ούτε κάνω δημοκοπία (λαϊκισμός).
ΕΡΩΤΗΣΗ: Δημοκοπία ασφαλώς όχι. Πολιτική όμως ναι. Το εντοπίζετε δηλαδή κυρίως μέσα στο χώρο της πολιτικής – ή κάνω λάθος; Στο κέντρο μάλιστα του δικού της χώρου. Εκεί μας πάει το πρόβλημα που θέτατε, των σχέσεων μεταξύ λαού και ηγεσίας.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Μα ναι. Γιατί είναι βασικό, είναι “πρώτο” – κι ας είμαι ποιητής εγώ που το λέω, μακριά πάντα από την “πολιτική”. Κοιτάξτε: ο λαός αυτός, κατά κανόνα εκλέγει την ηγεσία του. Και όμως: όταν αυτή αναλάβει την ευθύνη της εξουσίας – είτε την αριστοκρατία εκπροσωπεί, είτε την αστική τάξη, είτε το προλεταριάτο, κατά ένα μυστηριώδη τρόπο αποξενώνεται από τη βάση που την ανέδειξε, και ενεργεί σα να βρισκόταν στο Τέξας ή στο Ουζμπεκιστάν!
ΕΡΩΤΗΣΗ: Στο Τέξας και στο Ουζμπεκιστάν; Ποιητικές χώρες!… Ή μήπως θέλετε να πείτε: “… Σα να βρισκόταν στη χώρα του εκάστοτε ρυθμιστικού “ξένου παράγοντος”; Του εκάστοτε ρυθμιστικού ¨ξένου παράγοντος”; Του εκάστοτε “προστάτου” μας”; Μήπως εκεί ακριβώς έγκειται το κακό;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Το είπα με τρόπο, αλλά το θέλετε γυμνό. Και δεν έχω αντίρρηση να το ξαναπώ φανερά, και πιο έντονα: Ένας από τους κυριότερους παράγοντες των “παρεκκλίσεων” της ηγεσίας από το ήθος του λαού μας, είναι η εκ του αφανούς και εκ των έξω “προστατευτική” κατεύθυνση. Αποτέλεσμα και αυτό της απώλειας του έρματος “παράδοσις”. Αντιλαμβάνομαι ότι στην εποχή μας η αλληλεξάρτηση των εθνοτήτων είναι τόση, που η πολιτική δεν μπορεί ν’ αγνοήσει, ως ένα βαθμό, αυτό που θα λέγαμε “γενικότερη σκοπιμότητα”. Όμως υπάρχει τεράστια διαφορά ανάμεσα στην “προσαρμοστική πολιτική” και στην δουλοπρέπεια! Αυτό είναι το πιο ευαίσθητο σημείο του ελληνικού λαού, το “τιμιώτατόν” του! Και αυτό του καταπατούν συνεχώς, κατά τον εξοργικώτερο τρόπο οι εκπρόσωποί του στην επίσημη διεθνή σκηνή!
ΕΡΩΤΗΣΗ: Κι ο “επίσημος” όρος της δουλοπρέπειας αυτής, κύριε Ελύτη; Μήπως είναι υποκριτικώτερος απ’ το “προσαρμοστική πολιτική”; Εξοργιστικότερος;
ΕΡΩΤΗΣΗ: Πριν κλείσωμε, κύριε Ελύτη, τη συνέντευξη, κάτι που εθίξατε στην αρχή, το της παλαιάς, υγιούς κοινοτικής οργανώσεως του λαού μας, που έχει χαθεί πια, πως νομίζετε ότι θα μπορούσε ν’ αναβιώσει; Αν καταβάλλετο προσπάθεια προς ποια κατεύθυνση;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Σε μιαν αναβίωση αυθεντική δεν είναι δυνατόν πια να ελπίζουμε -αλλοίμονο! Εκατόν τριάντα και πλέον έτη αχρησίας, είναι αρκετά για να ατροφήσουν ακόμη και οι πλέον ζωντανοί θεσμοί. Ωστόσο υπάρχει τρόπος να πλησιάσουμε , με σωφροσύνη και μελέτη, στη λύση του προβλήματος, και αυτό σαφώς προς την πλευρά της αυτοδιοικήσεως, με την πιο αυστηρή της έννοια.
Δεν είμαι αρμόδιος βέβαια να σας προτείνω σχέδια. Θα ήθελα μόνο να κάνω δύο παρατηρήσεις: Η μία είναι, ότι κάθε απόπειρα προς την κατεύθυνση αυτή θα πρέπει να βασισθεί στη φυσική και ιστορική διαίρεση της χώρας σε μεγάλα διαμερίσματα , που είναι μια πραγματικότητα δοσμένη, και όχι θεωρητική της Γεωοικονομίας, όπως άκουσα να υποστηρίζεται από πολλούς. Θα είναι μεγάλο σφάλμα να παραγκωνισθούν οι ψυχολογικοί παράγοντες, από τους οποίους εξαρτάται πολλές φορές το μεγαλύτερο μέρος της επιτυχίας. Η άλλη παρατήρηση είναι, ότι τα μεγάλα αυτά διαμερίσματα (μέσα στα Ελληνικά μέτρα πάντοτε) θα πρέπει να υποδιαιρεθούν σε πολλές μικρές μονάδες, στενώτερες και από την επαρχία, με αρχές δικές τους και με την δυνατότητα για κοινοπραξίες, προ πάντων σε ότι αφορά τη γεωργία. Γιατί ο πρώτος αντικειμενικός σκοπός είναι να λυτρωθεί ο πολίτης από το “ταμπού” της εξουσίας! Και θα λυτρωθεί μόνον αν έχει τρόπο να παρακολουθεί από κοντά, που και πως αξιοποιούνται οι θυσίες του, οικονομικές και άλλες, που σήμερα καταβροχθίζονται από ένα μακρινό και αόρατο Φάντασμα.