Ο Άρειος Πάγος αναστέλλει το Σύνταγμα, το αμετάκλητο και το τεκμήριο αθωότητος!
Βάζει στον γύψο το άρθρο 29 και επιβάλλει απαγόρευση συμμετοχής κομμάτων με το επιχείρημα ότι «οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες άλλαξαν»
Είναι πρωτοφανές. Όπως προκύπτει από την ανάλυση κορυφαίου νομικού της χώρας (ο οποίος μελέτησε για λογαριασμό της «Εστίας της Κυριακής» την 400 σελίδων απόφαση του Αρείου Πάγου για την απαγόρευση της συμμετοχής του κόμματος «Έλληνες» στις εκλογές), η πλειοψηφία του δικαστηρίου ήχθη στην απόφαση να αναστείλει το άρθρο 29 του Συντάγματος που επιτρέπει την ανεμπόδιστη κάθοδο κομμάτων στις εκλογές χωρίς να χρησιμοποιήσει ούτε ένα νομικό επιχείρημα!
Επικαλέστηκε απλώς «την αλλαγή των κοινωνικό πολιτικών συνθηκών από το 1974 έως σήμερα!». Πλέον αυτών από την ανάγνωση της απόφασης διαπιστώνεται ότι οι δικαστές αναστέλλουν και το άρθρο 51 του Συντάγματος το οποίο επιτρέπει σε οιοδήποτε έλληνα πολίτη να είναι υποψήφιος αρκεί να μην έχει καταδικαστεί αμετακλήτως ενώ θέτουν σε αχρησία το τεκμήριο της αθωότητα με το επιχείρημα ότι γίνεται «κατάχρηση» του αν στρέφεται κατά της δημοκρατίας. Αρκεί μία πρωτόδικη απόφαση. Παράλληλα με την διατύπωση τους ανοίγουν το δρόμο στο μελλοντικό νομοθέτη να εισαγάγει κι άλλους περιορισμούς στην κάθοδο πολιτικών κομμάτων στις εκλογές χωρίς να έχει προηγηθεί η αναθεώρηση του Συντάγματος. Πρόκειται για απόφαση μνημείο. Ολόκληρη η ανάλυση του κορυφαίου νομικού της χώρας για λογαριασμό της «Εστίας της Κυριακής» έχει ως εξής:
Απόφαση Α.Π. 8 / 2003 Α1 Τμ.
Η απόφαση του Αρείου Πάγου που εφαρμόζει τις πρόσφατες τροπολογίες – τροποποιήσεις του εκλογικού νόμου και ερμηνεύει διατάξεις του ισχύοντος Συντάγματος έχει πολλές αδυναμίες.
Ι. Σε μία σκέψη που εκτείνεται σε 12 σελίδες η πλειοψηφία αγωνίζεται να αποδείξει ότι η νομοθεσία των εκτάκτων μέτρων (3 τροπολογίες κατεσπαρμένες σε 3 άσχετα νομοθετήματα σε 3 διαφορετικά χρονικά σημεία, Ιούνιος 2021, Φεβρουάριος και Απρίλιος 2023) είναι σύμφωνη με το ισχύον Σύνταγμα. Το κείμενο προδίδεται από τα πρόδηλα σφάλματά του και από τη μειοψηφία του ενός. Παγιδεύεται κυριολεκτικά από την έκτασή του. Και μόνη αυτή αποκαλύπτει τη δυσκολία συγκαλύψεως της αντισυνταγματικότητας, διανθιζόμενη με απουσία νομικού λόγου και νομικού επιχειρήματος.
ΙΙ. Ισχυρίζονται: ότι το άρθρο 29 παρ. 1 έχει παλαιωθεί γιατί δεν ανταποκρίνεται στις σύγχρονες συνθήκες των μεγίστων κινδύνων που απειλούν την Ελληνική Δημοκρατία από κόμματα εχθρικά προς το πολίτευμα. Έτσι παύει να αποτελεί απλώς κατευθυντήρια διάταξη και πρέπει να εξοπλισθεί με μηχανισμό περίπου σαν κι αυτόν που είχε προβλεφθεί αρχικά με το Σύνταγμα του 1975 αλλά τελικά είχε απορριφθεί με συμφωνία των κομμάτων, κυρίως από τους φόβους της Αριστεράς. Επομένως, ο εκσυγχρονισμός του «συστήματος» θα επιχειρηθεί πλέον από τον κοινό νομοθέτη – και μάλιστα με υποβάθμιση του κρίνοντος οργάνου και της διαδικασίας(αντί Συνταγματικού Δικαστηρίου ή του ΑΕΔ, ένα Τμήμα του Α.Π. σε μια συνοπτική διοικητική διαδικασία).
Εχουν προφανώς λησμονήσει ότι το έργο της τροποποιήσεως μιάς συνταγματικής ρυθμίσεως γίνεται από Αναθεωρητική Βουλή. Έχουν λησμονήσει ότι έχουν μεσολαβήσει 4 αναθεωρητικές Βουλές μετά το 1975 και η μία από αυτές συμπλήρωσε το άρθρο 29 με πρόσθετες διατάξεις που αφορούν τα πολιτικά κόμματα(παράγραφοι 2 και 3) αλλά καμία δεν πείραξε την παρ. 1. Έχουν παραλείψει να δουν τα Πρακτικά της Αναθεωρητικής Βουλής του 1975, όπου με την κυβερνητική πρόταση είχαν διαφωνήσει, εκτός από την Αριστερά και τα υπόλοιπα κόμματα της Αντιπολιτεύσεως (Ε.Κ-Νέες Δυνάμεις, ΠΑΣΟΚ). Και έχουν επίσης παραλείψει να διαβάσουν τα Πρακτικά της Βουλής, που επεξεργάσθηκε τις 3 τροπολογίες. Εκεί θα έβλεπαν ότι τα κόμματα της Αριστεράς έχουν και σήμερα τις ίδιες επιφυλάξεις με τις τότε(1975) (βλ. Πρακτικά Ολομελείας Συν. 2.6.2021, σελ. 13323 επ. αγόρευση κοιν. εκπροσώπου ΚΚΕ Ν. Καραθανασόπουλου, και Πρακτικά Ολομελείας Συν. 8.2.2023 αγορεύσεις του ίδιου και Ιω. Δελή, ΚΚΕ καθώς και κοιν. εκπροσώπου ΜέΡΑ25 Κρίτωνος Αρσένη).
ΙΙΙ. Επιχειρούν να στηρίξουν τη συνταγματικότητα της τροπολογίας που καθιερώνει απαγορεύσεις απλώς και με πρωτόδικη καταδίκη, καταργώντας το αξιούμενο από το Σύνταγμα αμετάκλητο, με το επιχείρημα ότι χάριν της «αυτοπροστασίας της Δημοκρατίας… επιβάλλεται και μία προληπτική προστασία, πριν δηλαδή την εκδήλωση αυτής της δράσης (σ.του κόμματος κατά του πολιτεύματος), με τη νομοθετική ρύθμιση των προϋποθέσεων που πρέπει να απαιτούνται, προκειμένου ένα πολιτικό κόμμα να συμμετάσχει στις εκλογές. Η κατασταλτική ποινική προστασία δεν αρκεί, διότι θα έχει ήδη δοθεί η δυνατότητα σε ένα κόμμα απόπειρας ανατροπής ή φαλκίδευσης του δημοκρατικού πολιτεύματος». Αυτά δε παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι ο συνταγματικός νομοθέτης όπου θέλησε επεμβάσεις στα πολιτικά κόμματα τις κατέγραψε ρητώς και περιοριστικά στο συνταγματικό χάρτη. Αυτό κάνει στην παρ. 2 του επίμαχου άρθρ. 29 και αυτό κάνει στο δικονομικό χώρο, όπου με το άρθρ. 100 αναθέτει σε Δικαστήριο (ΑΕΔ) ειδικών εγγυήσεων, με πολύπλοκη σύνθεση και διεξαγωγή πολυτελούς δίκης, την εκδίκαση ενστάσεων γιά το κύρος των εκλογών και την κρίση για τα ασυμβίβαστα ή την έκπτωση των βουλευτών. Το Σύνταγμα δεν φοβάται την έκθεση του οιουδήποτε κόμματος στην κρίση των πολιτών, τους οποίους a priori θεωρεί ώριμους για να ασκούν το δικαίωμα τοεκλέγειν, πλην των περιπτώσεων, που το ίδιο μνημονεύει (αμετάκλητη ποινική καταδίκη για ορισμένα εγκλήματα).
IV. Προσπαθούν να υπερκεράσουν τη βασική δικαιοκρατική αρχή του τεκμηρίου της αθωότητας, ως στοιχείου της κρίσεώς τους σε υπόθεση συνδεόμενη με την εκκρεμή ποινική δίκη. Ως αιτιολογία αναφέρουν: «Το τεκμήριο αθωότητας είναι κεκτημένο της δημοκρατικής πολιτείας και η επίκλησή του παρίσταται καταχρηστική όταν έχει καταδικαστεί, ακόμα και πρωτόδικα, ο αρχηγός ενός πολιτικού κόμματος για κάποιο από τα αδικήματα που στρέφονται κατά του ίδιου του πολιτεύματος, πόσο μάλλον όταν εκτίεται η ποινή που επιβλήθηκε με οριστική δικαστική απόφαση γι ́αυτά. Διαφορετική αντίληψη θα καθιστούσε πλήρως αδύναμη τη μαχόμενη δημοκρατία και η επίκληση του τεκμηρίου αθωότητας απ’ αυτόν θα αποτελούσε τον Δούρειο ίππο για την κατάλυσή της». Ενώ δεν αμφισβητείται ότι το τεκμήριο αθωότητας ισχύει οριζόντια για οιοδήποτε πρόσωπο, χωρίς καμία διάκριση αδικήματος και κάθετα μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη του.
V. Και ως να μην έφθαναν αυτά, υπερβαίνουν και αυτόν τον κυβερνητικό νομοθέτη και ανοίγουν, με εκφράσεις αδόκιμες και αόριστες, διάπλατα τις πόρτες για νέες καταχρήσεις νομοθετικών επεμβάσεων στη λειτουργία των κομμάτων. Ιδού χαρακτηριστικά: «Η επιβολή περιορισμών ως προς τη δυνατότητα εκλογιμότητας δεν δημιουργεί κίνδυνο αμφισβήτησης του πλουραλισμού και του φιλελεύθερου χαρακτήρα του πολιτεύματος, ούτε διαμορφώνει μία πρακτική που μπορεί να εφαρμοστεί σε βάρος άλλων πολιτικών φορέων, αλλά οδηγεί στην αυτοπροστασία της μαχόμενης ελληνικής δημοκρατίας. Και αυτό διότι οι ανωτέρω περιορισμοί οδηγούν στον αποκλεισμό δημιουργίας των προϋποθέσεων για την ανατροπή ενός δημοκρατικού πολιτεύματος, λαμβανομένου υπόψη ότι οι οποιοιδήποτε νομοθετικοί περιορισμοί θα είναι αποτέλεσμα της νομοθετικής λειτουργίας, η οποία ενεργεί για λογαριασμό και υπέρ του ελληνικού λαού στο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, ενώ η συνδρομή τους θα ελέγχεται από την ανεξάρτητη δικαστική εξουσία. Θα γνωρίζουν δε εκ των προτέρων τα κόμματα τους περιορισμούς, υπό τους οποίους μπορούν να συμμετάσχουν στην εκλογική διαδικασία».
VI. Συμπερασματικά: Το κυρίαρχο πρόβλημα της νομοθεσίας των απαγορεύσεων κομμάτων είναι η συμφωνία της με το Σύνταγμα. Και ναι μεν η επίμαχη απόφαση του Α.Π. επιχειρεί να αποφύγει το πρόβλημα, υποστηρίζοντας ότι η απαγόρευση συμμετοχής στις εκλογές δεν συνιστά απαγόρευση, αλλά αποτυγχάνει. Διότι, παραγνωρίζει ότι ο βασικός σκοπός των κομμάτων και αυτό που τα διακρίνει από άλλες ενώσεις προσώπων είναι, παντού και πάντοτε, η διά των εκλογών είσοδος στη Βουλή και η κατάκτηση του ρόλου είτε της κυβερνήσεως είτε της αντιπολιτεύσεως. Η αδρανοποίηση του σκοπού ισοδυναμεί με απαγόρευση.
Σε όλα τα προηγούμενα υπήρξε μία αλλά πολύ σημαντική διαφοροποίηση. Μειοψηφία ενός δικαστού, ο οποίος εδωσε τη δυνατότητα σε κάθε πολίτη – όχι μόνο σε κάθε νομικό – να κατανοήσει τι εστι πειθαρχημένος νομικός λόγος, ποιά είναι η σχέση Συντάγματος – νόμου, ποιά είναι, τέλος πάντων, τα όρια της Πολιτικής.