Μετάβαση στο περιεχόμενο
Τό δοτό ὄνομα Βυζάντιο
του Ιωάννη Νεονάκη
Ποτέ οἱ προγονοί μας δέν ὀνομάζονταν Βυζαντινοί. Ποτέ ἡ πατρίδα μας  δέν ὀνομάζονταν Βυζάντιο. Οἱ ὀνομασίες αὐτές εἶναι δοτές, ἐπικράτησαν  μόλις τούς τελευταίους δύο αἰῶνες, καί χρησιμοποιήθηκαν λόγῳ πολιτικῆς  δολιότητας καί ἐξαπάτησης. Προκαλοῦν μείζονα στρέβλωση καί παραχάραξη  τῆς ἱστορίας μας, ἐνῶ μᾶς ὁδηγοῦν σέ ἐσωτερική ἀστάθεια καί ἀδυναμία καί  ὑπονομεύουν τήν πορεία καί τό μέλλον μας. Ὀφείλομε πρός τούς προγόνους  μας, πρός τά παιδιά μας καί πρός τίς ἑπόμενες γενιές νά μάθομε τήν  ἀλήθεια, νά τήν ἀποκαταστήσομε καί νά ἀνοίξομε μέ αὐτοπεποίθηση καί  δυναμισμό τόν βηματισμό μας πρός τίς νέες προοπτικές καί δυνατότητες πού  μᾶς δίνει ἡ πραγματική μας ταυτότητα.

Στή θέση τῆς ἀρχαίας  πόλης τοῦ Βυζαντίου ὁ αὐτοκράτορας ἅγιος Μέγας Κωνσταντίνος ἔχτισε καί  μετέφερε τό 330 τήν νέα πρωτεύουσα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, τήν Νέα  Ρώμη-Κωνσταντινούπολη. Ὅμως, ἀπό τό 330 καί μέχρι τήν πτώση τό 1453,  ποτέ τό κράτος δέν ὀνομάστηκε Βυζάντιο καί ποτέ οἱ πολίτες του δέν  ὀνομάζονταν Βυζαντινοί. Ἡ χρήση τῶν ὀνομάτων αὐτῶν ἀποτελεῖ πλήρη  διαστρέβλωση τῆς ἱστορικῆς ἀλήθειας. Τό κράτος ἦταν ἡ Ρωμαϊκή  Αὐτοκρατορία ἤ Ρωμανία ὅπως τήν ἔλεγε μέ βαθιά συγκίνηση καί χαρά ὁ λαός  καί οἱ ὑπερήφανοι πολίτες τοῦ κράτους ἦταν οἱ Ρωμαῖοι ἤ Ρωμηοί. Ἡ  πατρίδα μας ἦταν ἡ Ρωμανία καί οἱ προγονοί μας ἦταν οἱ Ρωμηοί. Ἡ  πρωτεύουσα τοῦ κράτους μας ἦταν γιά πάνω ἀπό χίλια χρόνια ἡ  Κωνσταντινούπολή, ἡ ὁποία δέν παραδόθηκε, ἀλλά ἁλώθηκε τό 1453.

Ὁ  Ρωμηός, ὁ πολίτης τῆς αὐτοκρατορίας τῆς Νέας Ρώμης ἔχει ἑλληνορωμαϊκό  πολιτιστικό ὑπόβαθρο καί ὑπερεθνική κουλτούρα, μιλάει κυρίως ἑλληνικά  ἀλλά καί λατινικά ἤ ἄλλα τοπικά ἰδιώματα καί πάνω ἀπό ὅλα εἶναι  ὀρθόδοξος. Θεωρεῖ τήν πατρίδα του ὡς τήν μόνη οἰκουμενική, χριστιανική  συντεταγμένη πολιτεία ἐπί τῆς γῆς καί εἶναι εὐγνῶμον καί περήφανος γι'  αὐτό. Ὅλοι οἱ Ρωμηοί ἀπό τόν αὐτοκράτορα μέχρι τόν τελευταῖο πολίτη  νοηματοδοτοῦν τήν ὕπαρξή τους θεωρώντας ὅτι ὑπηρετοῦν ἕναν μεγάλο σκοπό  καί ὅτι μέ τήν προσωπική καί συλλογική τους ζωή θέτουν ὑπόδειγμα καί γιά  τούς ἄλλους λαούς. Ἀγωνίζονται δέ μέχρις ἐσχάτων, μέ  ἐνθουσιασμό καί  ἀπαρνούμενοι τόν ἑαυτό τους προασπίζοντας τόν τρόπο ζωῆς τους («Τό δέ  τήν πόλιν σοί δοῦναι, οὔτ' ἐμόν ἐστίν οὔτ' ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν  ταύτη• κοινή γάρ γνώμη πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καί οὐ  φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν»).
Δυστυχῶς, πολύ πρίν τήν πτώση τῆς  πρωτεύσουσάς μας ἤδη ἀπό τόν τέταρτο καί πέμπτο αἰώνα τά δυτικά τμήματα  τοῦ κράτους μας θά καταληφθοῦν ἀπό τούς Φράγκους καί οἱ ὑποταγμένοι  Ρωμηοί τῶν περιοχῶν αὐτῶν εἴτε θά ἐξοντωθοῦν, εἴτε θά μετατραποῦν σέ  δουλοπάροικους στά φέουδα. Τόν ὄγδοο αἰώνα τό κράτος τῶν Φράγκων εἶναι  ἰσχυρό καί ὁ ἀρχηγός τους Καρλομάγνος θέλησε νά οἰκειοποιηθεῖ τό ὄνομα  καί τήν λάμψη τῆς Ρωμανίας. Ἐπειδή ὅμως δέν μποροῦσαν νά ὑπάρχουν  ταυτόχρονα δύο Ρωμανίες, ἄρχισε αὐτός καί οἱ ἐπίγονοί του συστηματικά νά  χρησιμοποιοῦν τό ἑλληνικό μέν ξεχασμένο γιά σχεδόν χίλια χρόνια δέ  ὄνομα Graeci (Γραικοί) γιά τούς ἐλεύθερους ἀκόμα Ρωμηούς τῆς Ἀνατολῆς  καί μάλιστα μέ ἀρνητική ἐννοιολογική φόρτιση (αἱρετικοί, δόλιοι κλ).

Ἡ  πρωτεύουσα πέφτει καί τό κράτος καταλύεται τό 1453. Ἑκατό δέκα χρόνια  μετά, τό 1562 ὁ Ἱερώνυμος Wolf, ἕνας γερμανός φιλόλογος ἀναζητώντας ὅπως  ἀναφέρει ὁ Π. Χρήστου ἕναν ὅρο μονολεκτικό καί εὔπλαστο, γιά πρώτη φορά  θά χρησιμοποιήσει τόν ὅρο Βυζαντινός, εἰσηγούμενος τήν σύσταση ἑνός  συστήματος Βυζαντινῆς Ἱστορίας (Corpus Historiae Byzantinae). Ἄλλη μιά  φορά τό 1680 ὁ Du Cagne τιτλοφορεῖ ἕνα ἱστορικό του σύγγραμμα Historia  Byzantina, ὅμως ὁ ὄρος γενικῶς δέν ἐπικρατεῖ. Τό ὄνομα Βυζαντινός  ἐπανεμφανίζεται στά μέσα τοῦ 19ου αἰώνα καί ἐπικρατεῖ παρά τίς σθεναρές  ἀντιδράσεις κορυφαίων παραγόντων τοῦ τόπου μας ὅπως ὁ Κωνσταντίνος  Παπαρρηγόπουλος. Ἐπανεμφανίζεται σκόπιμα τήν περίοδο πού ἡ Ὀθωμανική  Αὐτοκρατορία ὑποστρέφει καί εἶναι ὁρατός γιά τίς Μεγάλες Δυνάμεις ὁ  κίνδυνος τῆς ἀνασύστασης τῆς Χριστιανικῆς Αὐτοκρατορίας τῆς  Κωνσταντινουπόλεως. Οἱ ξένοι ἱστορικοί ἀρνοῦνται τήν χρήση τῶν ὅρων  Γραικική/Ἑλληνική ἤ πολύ περισσότερο τόν ὅρο Ρωμαίικη γιά τήν περίοδο   αὐτή καί μέ τήν ἰσχυρή ὑποστήριξη τῶν Μεγάλων Δυνάμεων ἐπιβάλλουν τήν  χρήση τοῦ ὅρου Βυζαντινή. Ἡ στόχευση τους εἶναι ἡ ἀποτροπή τῆς  ἀνασύστασης τῆς Αὐτοκρατορίας, καί ἡ πολυδιάσπαση καί δημιουργία στήν  περιοχή πολλῶν μικρῶν προτεκτοράτων, ἀδύναμων καί πλήρως ἐλεγχόμενων ἀπό  αὐτές.  Ἐξάλλου ἀπό τό 1828 οἱ Μεγάλες Δυνάμεις ἔχουν προσδιορίσει (καί  ἀκόμα καί σήμερα εἶναι στό μυαλό καί στή διπλωματία τούς) ὅτι τά ὅρια  τῆς Ἑλλάδος εἶναι τά ὅρια τῆς Graecia Propria δηλαδή Στερεά,  Πελοπόννησος καί Κυκλάδες, μέ ἄλλα λόγια Ἀθήνα καί Σπάρτη.

Ἦταν  λοιπόν κάποιοι «Βυζαντινοί» πού ὡς διά μαγείας μπῆκαν στήν Ἱστορία καί  ὡς διά μαγείας χάθηκαν καί πάλι ἀπό αὐτήν. Καί εἶναι ὅλοι εὐχαριστημένοι  καθώς ὡς ἀνύπαρκτοι οἱ «Βυζαντινοί» δέν προκαλοῦν κανένα πρόβλημα. Καί  πρῶτα ἀπό ὅλα εἶναι εὐχαριστημένες οἱ Μεγάλες Δυνάμεις πού ἀπέφυγαν τήν  ἐπικίνδυνη ἀνασύσταση καί ἔφτιαξαν ἕνα ἀνιστόρητο, πειθήνιο ἐνεργούμενό  τούς. Ἀλλά εἶναι εὐχαριστημένοι καί οἱ ἐξ ἀνατολῶν ἐχθροί μας, οἱ ὁποῖοι  μποροῦν μέ τήν βούλα τῆς «ἱστορικῆς ἀλήθειας» νά μιλοῦν στούς ἴδιους  τούς ἑαυτούς τους καί σέ ὅλον τόν κόσμο γιά κάποιους ἄγνωστους  «Βυζαντινούς» πού κατοίκησαν αὐτά τά ἐδάφη καί οἱ ὁποῖοι δέν σχετίζονται  φυσικά μέ μᾶς. Καί ἴσως εἴμαστε καί ἐμεῖς εὐχαριστημένοι πού χωρίς  πολλά πολλά βάρη καί ἐνοχές ξεμπερδέψαμε μιά καί καλή μέ τίς ρίζες μας  καί μποροῦμε ἄνετα νά γίνομε ἕνας ὡραιότατος πολτός μέ μιά ἐσάνς  ἀρχαιότητας.

Κι ἄν μᾶς βόλεψε  μέχρι τώρα ἡ ἱστορική μας λήθη,  κι ἄν ζήσαμε μεταπρατικά, χωρίς αὐτοσυνειδησία καί αὐτοπεποίθηση, σάν  ἐπαῖτες καί παρίες, κι ἄν ἀφήσαμε ὅλους τούς ἄλλους, δυό αἰῶνες τώρα  ξεδιάντροπα νά σκυλεύουν τήν  συλλογική μας ὕπαρξη, τώρα πού τά πράγματα  εἶναι πιά ξεκάθαρα καί τό τέλος ὁρατό, τώρα ἴσως συνειδητοποιήσομε τά  ἀπότοκα τῆς στάσης μας. Δεχτήκαμε τά τελευταῖα χρόνια πολλούς βοριάδες  καί οἱ ρίζες μας εἶναι ἀδύναμες. Τά κύματα εἶναι ἀλλεπάλληλα καί τό  καράβι μας δέν ἔχει ἔρμα. Ἡ ἀπογύμνωση καί ἡ σμίκρυνση μας εἶναι συνεχής  καί ἐπιταχυνόμενη καί ἡ κατάληξη ἐπικείμενη. Ἴσως τώρα, στήν ἀπελπισία  μας νά ἀκούσομε τήν φωνή τῶν προγόνων καί τῶν ἐρχόμενών μας, ἴσως τώρα  ἒλθομε εἰς ἑαυτόν, ἴσως τώρα ψαύσομε τήν ἀλήθεια καί ἀποκαθιστώντας τήν,  μέ τίς νέες προοπτικές πού κάτι τέτοιο θά μᾶς πρόσδιδε νά ἀγωνιστοῦμε  μέ θάρρος καί ὅραμα γιά τίς ζωές μας καί τό γένος μας, πού τόσο ὅλοι μᾶς  ἀκόμα ἔχομε στήν καρδιά μας καί ἀγαπᾶμε.  
Επιστροφή στο περιεχόμενο